γδύνω — γδύνω, έγδυσα βλ. πίν. 1 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γδύνω — Ι. 1. αφαιρώ τα ενδύματα, γυμνώνω 2. κλέβω, αφαιρώ από κάποιον τα κινητά υπάρχοντα του, τόν απογυμνώνω 3. εξαντλώ κάποιον οικονομικά 4. (για σπαθί) γυμνώνω, βγάζω απ τη θήκη II. γδύνομαι βγάζω τα ρούχα μου, όλα ή μερικά απ αυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. γδύνω… … Dictionary of Greek
άγδυτος — η, ο [γδύνω] αυτός που δεν γδύθηκε, ντυμένος … Dictionary of Greek
αγιογδύτης — ο (θηλ. ισσα) 1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος 2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγιος + γδύνω] … Dictionary of Greek
απαμφίζω — ἀπαμφίζω (Α) αφαιρώ τα ενδύματα, γδύνω … Dictionary of Greek
απαμφιέννυμι — ἀπαμφιέννυμι (Α) 1. γδύνω, ξεγυμνώνω 2. αφαιρώ, γκρεμίζω … Dictionary of Greek
απογυμνώνω — (AM ἀπογυμνῶ, όω) 1. ξεγυμνώνω, γδύνω εντελώς 2. αφοπλίζω 3. αφαιρώ εντελώς κάτι από κάποιον, τον ληστεύω νεοελλ. λεηλατώ αρχ. 1. αποκαλύπτω, φανερώνω 2. εξηγώ 3. ( ούμαι) γίνομαι ορατός, φανερώνομαι … Dictionary of Greek
αποδύω — ἀποδύω (Α) (νεοελλ. μόνο μέση φωνή, αποδύομαι) (αρχ. νεοελλ.) αρχίζω κάτι με ζήλο και αγωνιστικότητα καταβάλλοντας μεγάλες προσπάθειες αρχ. Ι. 1. αφαιρώ ένδυμα, οπλισμό, γδύνω, ξεγυμνώνω, απογυμνώνω II. (μέσ., ομαι) 1. (για οστρακόδερμα) αποβάλλω … Dictionary of Greek
απολωπίζω — ἀπολωπίζω (Α) [λωπίζω] γδύνω, κατακλέβω … Dictionary of Greek
γδυμνός — ή, ό ο γυμνός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με επίδραση τού γδύνω] … Dictionary of Greek